Κουραμπιέδες με λάδι

Της Ελευθερίας Μηλάκη

Διαβάζοντας για τον Τσιτσιπά, τον κο Μπαντεν Μπάντεν και άλλους που είναι “επιτυχημένοι”,  “πλούσιοι”, “αστοί”, σκέφτηκα αυτό το πραγματικό πρόσωπο, που έχω ακούσει από διηγήσεις συγγενών μου…

Στο χωριό εκείνο δεν ήταν όλοι ίσοι. Υπήρχαν οι πρώτοι, οι δεύτεροι και οι τρίτοι. Όμως όλοι μπλέκονταν στο δίχτυα της ιστορίας, υπέκυπταν στα χτυπήματα της μοίρας και πίστευαν σε θεούς και δαίμονες. Δεν ήταν χωριό, ήταν καφκικός εφιάλτης. Δεν  υπήρχε χαρά, δεν υπήρχε αλήθεια, όλα ήταν σκεπασμένα με μια ομίχλη στους πρόποδες του Ψηλορείτη, τότε που οι περισσότεροι αγρότες ζούσαν ακόμα χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, κεντρική θέρμανση, τηλέφωνο, τηλεόραση, ίντερνετ και αυτοκίνητο.

Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ήταν ένας από τους «άρχοντες» του χωριού. Είχε γη, ζώα, εργάτες δούλευαν στη γη του και το σπίτι του ήταν μεγάλο, διώροφο, με μια μεγάλη εσωτερική αυλή. Δεν είχε πολλές επαφές με κανένα και σπάνια μιλούσε, ήταν πολύ κλειστός χαρακτήρας, όμως όλοι ήξεραν γι’ αυτόν ότι ήταν πάρα πολύ τσιγκούνης. «Τσιφούτης», όπως ήταν η λέξη στα τούρκικα. Η καθημερινή γλώσσα είχε δανειστεί πολλές τούρκικες λέξεις, οι οποίες ακόμα δεν έχουν ξεχαστεί. Σίγουρα όσοι ασχολούνται με την ιστορία θα γνωρίζουν πού ανήκε η γη στον καιρό της τουρκοκρατίας και τι έγινε μετά. Στην κοινωνία εκείνη ο πλούτος στηριζόταν στη γη και στα προϊόντα που παρήγαγε, όμως ο Φραγκίσκος Ιωσήφε είχε ένα όνειρο. Να αποκτήσει ένα γιο που να τον σπουδάσει, να γίνει γιατρός ή δικηγόρος. Θα τον έστελνε στα καλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης, λεφτά είχανε.

Ήρθε ο καιρός που το όνειρο του έγινε πραγματικότητα. Ήταν πολλά χρόνια παντρεμένος, όταν τελικά ήρθε ο πολυπόθητος διάδοχος. Αυτός και η σύζυγός του είχαν αρχίσει να πιστεύουν πως δεν θα αποκτούσαν ποτέ παιδιά. Το δωμάτιο του μωρού το ετοίμαζε καιρό η νέα μητέρα μαζί με την μικρή υπηρέτρια. Αγόρασαν ένα κρεβατάκι φτιαγμένο κατά παραγγελία από ξύλο μυρτιάς. Έφτιαξαν με τα χέρια τους τα σεντόνια, τα κουβερτάκια και όλα όσα χρειαζόταν, κεντούσαν και έπλεκαν συνέχεια. Η σύζυγος του Φραγκίσκου Ιωσήφ ήταν μια νεαρή κοπέλα από ευκατάστατη οικογένεια, ήταν όμως χλωμή, ασθενική και καταθλιπτική. Κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν η κατάστασή της ήταν τέτοια εξαρχής ή αν έφταιγε για όλα ο γάμος της. Φυσικά και δεν θα παντρευτόταν ποτέ μια φτωχή κοπέλα ο Τσιφούτης, ήθελε να αυξήσει τις ιδιοκτησίες του με κάθε τρόπο. Λεπτή και ωχρή, ντυμένη όμως πάντα με καλά υφάσματα που τα έραβαν οι μοδίστρες του χωριού, είχε πάντα ένα κουρασμένο, ψεύτικο χαμόγελο. Ήταν καλή με την υπηρέτριά της και με όλο τον κόσμο. Τον άντρα της τον φοβόταν, παρόλο που τα μισά από όσα είχε ήταν η προίκα της. Ήξερε ότι αν τον χτυπούσες στην αχίλλειο πτέρνα του μπορεί να γινόταν και βίαιος. Και φυσικά αυτή, αν ο άντρας της κακοποιούσε την ίδια ή ακόμα και τη μικρή υπηρέτρια, δεν θα τολμούσε να πει τίποτα ποτέ σε κανένα, γιατί όλοι, ακόμα και οι ίδιοι της οι συγγενείς, θα νόμιζαν ότι η ίδια έφταιγε για ότι έπαθε και ότι κάποιος λόγος θα υπήρχε. Έτσι λοιπόν πρόσεχε πάρα πολύ τα λόγια της και τη συμπεριφορά της.

Η μικρή υπηρέτρια δούλευε πολύ σκληρά, όλη μέρα καθάριζε, μαγείρευε, φρόντιζε τον κήπο, πήγαινε ακόμα και στα χωράφια. Αποφάσισε να κάνει μία καλή πράξη ο Τσιφούτης και την πήρε στο σπίτι του, κρίμα ήταν το ορφανό να έχει κακή τύχη. Εννοείται ότι δεν της έδινε μισθό, είχε όμως στέγη, τροφή και αργότερα, όταν θα μεγάλωνε, θα φρόντιζε να βρει και κάποιον να την παντρέψει. Σαν κόρη του την είχε και το γεγονός ότι έδωσε ένα καταφύγιο στο  κορίτσι τον έκανε να αισθάνεται πολύ γενναιόδωρος. Η τσιγκουνιά του ήταν γνωστή σε όλο το χωριό, όμως ο ίδιος νόμιζε πως είναι και γενναιόδωρος και συμπονετικός ακόμα. Ήθελε μόνο ένα παιδί. Τότε θα ήταν ευτυχισμένος, αν υπήρχε κάτι τέτοιο στον Πύργο του Κάφκα.

Ήρθαν τα Χριστούγεννα και η γυναίκα του μαζί με μια γειτόνισσα έφτιαχναν κουραμπιέδες. Χρησιμοποιούσαν ελάχιστα υλικά, μόνο αλεύρι, ζάχαρη, ελαιόλαδο, είχαν και αμύγδαλα. Η συνταγή που εκτελούσαν πάντα χρειαζόταν τρεις φλιτζάνες λάδι. Έτρεμε η σύζυγος του Τσιφούτη, αν ανακάλυπτε ότι είχαν χρησιμοποιήσει λάδι για αυτό το σκοπό θα θύμωνε πολύ, θα έκανε σκηνή. Μην του πείτε ότι βάλαμε λάδι, αν ρωτήσει πείτε του ότι τους φτιάξαμε με νερό. Χαρούλα, πήγαινε στο παράθυρο να βλέπεις μην έρθει. Τι τα θέλετε τα γλυκά; Θα φώναζε. Ακούς εκεί κεράσματα. Να κεράσετε δηλαδή ποιον;! Έρχεται, έρχεται, ειδοποίησε αγχωμένη η Χαρούλα. Αμέσως κρύψανε το δοχείο του λαδιού και καθάρισαν το τραπέζι. Οι κουραμπιέδες ήταν ήδη έτοιμη πάνω σε μια πιατέλα. Όταν μπήκε στο δωμάτιο, η λάμπα πετρελαίου ήταν ήδη αναμμένη. Το τζάμι της γυάλιζε, γιατί κάθε βράδυ το καθάριζε η κυρία, ήταν αδύναμη μα είχε εμμονή με την τάξη και την καθαριότητα, ήθελε στο χώρο της όλα να είναι τέλεια. Ό,τι μπορούσε έκανε και για τα υπόλοιπα φρόντιζε η μικρή. Καλώς ήρθες σπίτι, κάθισε, πάρε ένα κουραμπιέ. Πάλι τα ίδια; Ας είναι. Έχω ώρα να φάω κάτι. Πολύ ωραία γεύση, είδες, δεν είναι ανάγκη να σπαταλάς το λάδι για να φτιάχνεις γλυκά. Και με το νερό τα ίδια γίνονται. Ό,τι πεις εσύ, εσύ είσαι το αφεντικό, του απάντησε η γυναίκα του. Η γειτόνισσα ετοιμαζόταν σιγά σιγά να φύγει, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ήρθαν παιδιά να πουν τα κάλαντα. Ή τα παιδιά δεν είχαν ακούσει για τη φήμη του Τσιφούτη, ή απλά πίστευαν πως η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Τα παιδιά είπαν τα κάλαντα και οι τρεις γυναίκες μετά έμειναν μουδιασμένες, ακίνητες, αμίλητες. Γυναίκα! Φώναξε αναπάντεχα ο Φραγκίσκος Ιωσήφ. Δώσε τους ένα ολόκληρο μανταρίνι! Υπάκουσε η Ζαχαρένια, αυτό ήταν το όνομά της. Μετά ο Τσιφούτης, νιώθοντας πολύ καλά με τον εαυτό του, μπήκε στο δωμάτιό του, έβγαλε το κουτί με τις χρυσές λίρες του και τις μέτρησε, όπως κάθε βράδυ. Μετά κοιμήθηκε κάνοντας για άλλη μια φορά την προσευχή του, σύντομα να του λέει τα κάλαντα το δικό του παιδί.

Όλο το χωριό ήθελε να δει το μωρό, δεν το πίστευαν. Και ήταν τόσο τρελός από τη χαρά του ο νέος πατέρας που άνοιγε το σπίτι του για όλους και για πρώτη φορά στη ζωή του κερνούσε τους πάντες ευχαρίστως. Ήρθε μέχρι και η Ελβίρα, μια γυναίκα για την οποία όλοι πίστευαν ότι έχει κακό μάτι και τη φοβούνταν. Μα τι να της έλεγαν; Να την έδιωχναν; Να μην την άφηναν να μπει στο σπίτι; Να έβρισκαν μια δικαιολογία για να μην την αφήσουν να το δει; Τότε θα ήταν χειρότερα, θα τους καταριόταν, θα τους έκανε μάγια, ήταν χαμένοι έτσι κι αλλιώς. Τι όμορφο μωρό, αναφώνησε με ενθουσιασμό η Ελβίρα! Αμέσως μόλις έφυγε η μάγισσα, το μωρό άρχισε να δείχνει άρρωστο. Σε λίγο η κατάστασή του χειροτέρευε ολοένα και περισσότερο και σε λίγες μέρες πέθανε. Όλοι ήταν σίγουροι πως ο θάνατός του οφειλόταν στην επίσκεψη της Ελβίρας. Ήταν ολοφάνερο πως αυτή θα ήταν η εξέλιξη και κανείς δεν εξεπλάγη. Αυτή ήταν η μοίρα του. Στη μνήμη του νεκρού παιδιού του ο Φραγκίσκος Ιωσήφ φύτεψε ένα δέντρο, μια ελιά και το λάδι της το πήγαινε κάθε χρόνο στο μοναστήρι. Η ζωή του δεν είχε πια κανένα νόημα. Συνέχιζε όμως να είναι τσιγκούνης και να μετράει τις λίρες του. Σε λίγο καιρό πέθανε και η γυναίκα του, η εύθραυστη υγεία της δεν άντεξε το τραγικό χτύπημα της μοίρας, τη στιγμή που παραλίγο να αγγίξουν τη χαρά και την ευτυχία.

Από τότε το Τσιφούτης έγινε πάρα πολύ κακός. Μισούσε τους ανθρώπους και ειδικά τους μισούσε όταν είχαν κάποια χαρά ή κάποια επιτυχία, ενώ παράλληλα χαιρόταν με τον πόνο των άλλων. Κανείς δεν ήξερε αν η τόση μαυρίλα στην καρδιά του υπήρχε από πριν ή αν δημιουργήθηκε με τα χτυπήματα της μοίρας. Από που προέρχεται άραγε η λίγη ή πολλή κακία; Από δυσάρεστα βιώματα ή μήπως είναι έμφυτη; Μπορεί να πηγάζει από μεγάλες αυταπάτες που συνεπάγονται βαριές ήττες και απογοητεύσεις. Αυτή τη συμπεριφορά δεν την είχε πριν. Άρχισε να γυρίζει στους δρόμους του χωριού και όπου έβλεπε άνθρωπο του πετούσε και από μια κακία, σαν φίδι που σημαδεύει με το δηλητήριό του κατευθείαν στα μάτια του θύματος. Στους εργάτες έδινε όλο και πιο μικρό μεροκάματο. Την υπηρέτρια την έδιωξε, αρκετά τη φρόντισε, τη μεγάλωσε, την έδωσε σε ένα άλλο σπίτι για ένα ποσό καθόλου άσχημο. Ας φρόντιζαν αυτοί να την παντρέψουν, αρκετά του είχε κοστίσει.

Όπως περπατούσε στο δρόμο, συνάντησε τον πατέρα του Μανωλιού, που ήταν αγνοούμενος του Μικρασιατικού Πολέμου. Μια σατανική ιδέα του ήρθε στο μυαλό. Τα συγχαρητήρια μου Κωστάκη, που γύρισε ο γιός σου. Ο Κωστάκης, ένας άντρας ψηλός και δυνατός που είχε λυγίσει για το χαμό του μοναχογιού του που ήταν και μοναχοπαίδι, μα δεν είχε χάσει την ελπίδα του, φωτίστηκε ξαφνικά με όλο το φως του κόσμου και έπεσε στην αγκαλιά του Φραγκίσκου Ιωσήφ, αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά και κλαίγοντας όσο δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να κλάψει και μάλιστα στη μέση του δρόμου. Συγνώμη τώρα,  πρέπει να φύγω, είπε ο Φραγκίσκος Ιωσήφ και χάθηκε. Σε λίγο ο Κωστάκης θα ανακάλυπτε με συντριβή ότι ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είχε κάνει… λάθος… Χωρίς να νιώσει την παραμικρή ενοχή γι΄αυτό που έκανε, συνέχισε να λέει κακίες και πικρά λόγια σε όλους όσοι είχαν την κακή τύχη να βρεθούν στο δρόμο του. Μια μέρα είδε το Λευτέρη να πηγαίνει στο σπίτι του. Τον είχαν ειδοποιήσει ότι όσο ήταν στο χωράφι, είχε έρθει στον κόσμο η πέμπτη κόρη του… Συνάντησε στο δρόμο το Φραγκίσκο Ιωσήφ που του είπε χαιρέκακα, καλώς ήρθε πάλι η κόρη! Δεν απάντησε ο Λευτέρης, αυτός θα την αγαπούσε την μικρή του κόρη, ήταν η μόνη που θα μπορούσε να αγαπήσει.

Χρόνια μετά, η μικρή κόρη του Λεφτέρη έχει μεγαλώσει, έχει καταφέρει να σπουδάσει, να βρει δουλειά και να παντρευτεί έναν υπέροχο άνθρωπο που ευτυχώς ήταν από αλλού, δεν ήταν από το χωριό. Είχαν χτίσει ένα μικρό εξοχικό και περνούσαν εκεί όλες τις γιορτές και τα σαββατοκύριακα με τις δύο κόρες τους. Ήταν πάλι θυμωμένη, ο Λευτέρης ήταν πράος όμως η κόρη του μπορούσε να γίνει πολεμοχαρής. Τι έκανες τόσες ώρες στο καφενείο; Είναι κακό να είμαι κοινωνικός και να κάνω φίλους; Θές να γίνω σαν το θείο σου το Γιάννη που δεν μιλάει σε κανένα; Είμαι σίγουρος ότι η οικογένειά σου ήρθε στο χωριό γιατί κάπου αλλού τους κυνηγούσαν. Τι εννοείς; Τι κακό έχει ο θείος μου ο Γιάννης; Ο θείος μου ο Γιάννης ήταν πρίγκιπας. Είχε σχεδόν αποκοιμηθεί, μα πρόλαβε να πει σιγανά, «ξέρεις πόσο μισώ τους πρίγκιπες»… Και εγώ στο διπλανό δωμάτιο, καθισμένη δίπλα στην ξυλόσομπα, διασκέδαζα κρυφακούγοντας και κρατούσα ένα λεξικό και έψαχνα καινούριες λέξεις για να τις μάθω. Έτσι περνούσα το χρόνο μου τα Χριστούγεννα. Τους έφτιαχναν και αργότερα τους κουραμπιέδες με λάδι, χωρίς ίχνος βούτυρου, αλλά δεν μου αρέσουν. Η καρδιά σε κάνει τον πρώτο του χωριού. Τίποτε άλλο.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί